- τειχίζεται
- τειχίζωbuild a wallpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτείχιστος — η, ο (Α εὐτείχιστος, ον) ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός νεοελλ. αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α τείχιστος, θαλασσο τείχιστος] … Dictionary of Greek
ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… … Dictionary of Greek